- ἐξάρνησις
- ἐξάρνησιςdenialfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάρνησις — ἐξάρνησις, η (Α) [εξαρνούμαι] 1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.) 2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνηση («ἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος) … Dictionary of Greek
ἐξαρνήσει — ἐξάρνησις denial fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξαρνήσεϊ , ἐξάρνησις denial fem dat sg (epic) ἐξάρνησις denial fem dat sg (attic ionic) ἐξαρνέομαι deny utterly fut ind mp 2nd sg ἐξαρνέομαι deny utterly fut ind mp 2nd sg ἐξᾱρνήσει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρνησιν — ἐξάρνησις denial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρνητικός — ἐξαρνητικός, ή, όν (Α) [εξάρνησις] αυτός που τού αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐξαρνήσεως — ἐξαρνήσεω̆ς , ἐξάρνησις denial fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)